- ηγήτορας
- οηγέτης: Ηγήτορας του έθνους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ηγήτορας — ο (Α ἡγήτωρ, δωρ. τ. ἁγήτωρ) 1. αρχηγός, κυβερνήτης, διοικητής (α. «οι ηγήτορες τού πολέμου» β. «ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες», Ομ. Ιλ.) 2. τίτλος τού πρώτου ιερέα τής Αφροδίτης στην Κύπρο 3. φρ. «ἡγήτωρ ὀνείρων» προσωνυμία τού Ερμή ως θεού που στέλνει… … Dictionary of Greek
Ἡγήτορας — Ἡγήτωρ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡγήτορας — ἡγήτωρ f masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
властель — ВЛАСТЕЛ|Ь (218), Ѧ с. Обладающий властью, владыка; правитель: Аште имѣѥши дрьзновениѥ къ властелемъ и кънѩземъ. поскърби о ѡби||димѣмь отъ сильнаго. Изб 1076, 53 об. 54; избью всю братию свою. и боудоу ѥдинъ властьль в роуси Парен 1271, 256 об.;… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κοσμαγός — κοσμαγός, ὁ (ΑM) ο οδηγός τού κόσμου, ο ηγήτορας τού κόσμου («σὲ μὲν οἱ νοεροὶ μέλπουσιν, ἄναξ, σὲ δὲ κοσμαγοὶ ὀμματολαμπεῑς νόες ἀστέριοι ὑμνοῡσι», Συνέσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο)* + αγός (< ἄγω), πρβλ. ξεν αγός, ουρ αγός] … Dictionary of Greek
κοσμητεύω — (Α) κοσμητεύω [κοσμητής] νεοελλ. είμαι κοσμήτορας αρχ. είμαι ηγήτορας, διοικώ … Dictionary of Greek